σκληρόπετσος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει σκληρό δέρμα
2. (κυρίως μτφ.) α) αυτός που διακρίνεται για τα σκληρά του αισθήματα, άσπλαχνος, ανάλγητος
β) σκληραγωγημένος, ανθεκτικός στις κακουχίες και στον σωματικό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + πέτσα (πρβλ. χοντρόπετσος)].