σκληρόπετσος

Revision as of 16:30, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει σκληρό δέρμα
2. (κυρίως μτφ.) α) αυτός που διακρίνεται για τα σκληρά του αισθήματα, άσπλαχνος, ανάλγητος
β) σκληραγωγημένος, ανθεκτικός στις κακουχίες και στον σωματικό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + πέτσα (πρβλ. χοντρόπετσος)].