Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
τετράπυργος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πύργους, ἐν οἴκῳ τετραπύργῳ Κοσμᾶς ἐν Χριστιαν. Τοπογραφ. σ. 335D, κλπ.
-ον, Μ
αυτός που έχει τέσσερεις πύργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πύργος (πρβλ. τρίπυργος)].