τετράπωλος

From LSJ
Revision as of 16:35, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Rossen bespannt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπωλος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ἵππους, τὸν τετράπωλον ἡλίου δίφρον Θεόδ. Πρόδρ. σ. 2.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερεις ίππους («τετράπωλον ἅρμα», Μαλάλ. Ι.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράπωλον
το τέθριππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πῶλος (πρβλ. ἑξάπωλος)].