τραπεζιέρης

From LSJ
Revision as of 16:35, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557

Greek Monolingual

και τραπεζιάρης, ο, θηλ. τραπεζιέρα, Ν
1. αυτός που φροντίζει όσους γευματίζουν, τραπεζοκόμος
2. το θηλ. μοδίστρα επικεφαλής εργατριών που εργάζονται στο ίδιο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζι + κατάλ. -ιέρης (πρβλ. καμαριέρης)].