τινάκτρια

From LSJ
Revision as of 16:40, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

German (Pape)

[Seite 1117] ἡ, = τινάκτειρα, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τῐνάκτρια: ἡ, = τινάκτειρα, δωμάτων τινάκτρια Κ. Μανασσ. Χρον. 3553· χωρεῖ πρὸς ὁρμὰς ἀκρατῶς τινακτρίας Φιλῆς π. Ζῴων 73, 10, σ. 268.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
1. τινάκτειρα
2. μτφ. αυτή που προκαλεί εσωτερικά σκιρτήματα («χωρεῖ πρὸς ὁρμὰς ἀκρατῶς τινακτρίας», Φιλής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα -τρια (πρβλ. διώκτρια)].