εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
-ον, Α1. ο ψηλά κτισμένος·2. (για τον Δία) αυτός που κατοικεί στα ύψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + μέλαθρον «μέγαρο» (πρβλ. πολυμέλαθρος)].