τυρώνυμος

From LSJ
Revision as of 16:44, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek (Liddell-Scott)

τῡρώνυμος: -ον, ὁ ὀνομασθεὶς ἀπὸ τοῦ τυροῦ, τυρώνυμον Σάββατον, τὸ τῆς τυρινῆς ἑβδομάδος, (ἴδε τυροφάγος), Ἄννα Κομν. 1. 98.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που έχει λάβει το όνομά του από τον τυρό
2. φρ. «τυρώνυμον Σάββατον» — το Σάββατο της τυρινής εβδομάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του όνομα), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. θηριώνυμος).