Revision as of 06:49, 13 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
-η, -ο, Ν (ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαμπερά βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ.<χρυσ(ο)- +βλέφαρο (πρβλ. καλλιβλέφαρος). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδαΑκρόπολη.