ωμιαίος
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
Greek Monolingual
-α, -ο / ὠμιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, που βρίσκεται στον ώμο, ωμικός
νεοελλ.
φρ. «ωμιαία ζώνη»
ανατ. η ωμική ζώνη
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὠμιαία
πιθ. ο δελτοειδής μυς
2. φρ. «ὠμιαία φλέψ» — η κεφαλική φλέβα του βραχίονα (Λεωνίδ. Ιατρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτιαῖος)].