ωμιαίος

From LSJ
Revision as of 06:49, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413

Greek Monolingual

-α, -ο / ὠμιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, που βρίσκεται στον ώμο, ωμικός
νεοελλ.
φρ. «ωμιαία ζώνη»
ανατ. η ωμική ζώνη
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ.ὠμιαία
πιθ. ο δελτοειδής μυς
2. φρ. «ὠμιαία φλέψ» — η κεφαλική φλέβα του βραχίονα (Λεωνίδ. Ιατρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτιαῖος)].