Revision as of 06:56, 13 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
-η, -ο- (Μ μονώροφος, -ον) αυτός που έχει έναν όροφο, ένα πάτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ.<μον(ο)- +όροφος (πρβλ. πολυώροφος). Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].