χώσιμο

From LSJ
Revision as of 07:00, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source

Greek Monolingual

και διαλ. τ. χούσιμο, το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χώνω, έμπηξη («οι πάσσαλοι θέλουν καλό χώσιμο»)
2. επικάλυψη με χώμα
3. απόκρυψη σε βάθος, καταχώνιασμα
4. ενταφιασμός, θάψιμο
5. (ιδιωμ.) συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χωσ- του αορ. έχωσα του χώνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο)].