ψυχάρι

From LSJ
Revision as of 07:01, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

Greek Monolingual

(I)
το / ψυχάριον, ΝΜΑ, και ψυχάριν Μ
νεοελλ.
μτφ. προσφώνηση αγαπητού, χαϊδεμένου προσώπου («ψυχάρι μου»)
νεοελλ.-μσν.
ψυχοπαίδι, δούλος
αρχ.
ψυχούλα («ἐάν του σμικρὸν ᾖ τὸ ψυχάριον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + υποκορ. κατάλ. -άρι, -άριο(ν)].
(II)
το, Ν
μικρή πεταλούδα, πεταλουδίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή «πεταλούδα» + υποκορ. κατάλ. -άρι (πρβλ. μανάρι)].