Φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Fear old age, for it never comes alone
μηνιεῖος, -α, -ον (Α)1. ο μηνιαίος2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηνιεῖαμηνιαία σιτηρέσια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός + κατάλ. -ιεῖος (πρβλ. ταλαντιείος)].