μητρολέτης
From LSJ
German (Pape)
[Seite 180] ὁ, Muttermörder, Orac. Sib.
Greek Monolingual
μητρολέτης, ὁ (Α)
ο μητροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ὀλέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ανδροολέτης].
[Seite 180] ὁ, Muttermörder, Orac. Sib.
μητρολέτης, ὁ (Α)
ο μητροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ὀλέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ανδροολέτης].