μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Ἰταλιώτης, ὁ (Α)
Έλληνας κάτοικος της Ιταλίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ἰταλία + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. Αιγυπτιώτης, Σιχελιώτης)].