τραπεζωνία
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Full diacritics: τρᾰπεζωνία | Medium diacritics: τραπεζωνία | Low diacritics: τραπεζωνία | Capitals: ΤΡΑΠΕΖΩΝΙΑ |
Transliteration A: trapezōnía | Transliteration B: trapezōnia | Transliteration C: trapezonia | Beta Code: trapezwni/a |
ἡ, hiring of tables, Inser. Magn.116.41 (ii A. D.).
ἡ, Α
αγορά ή μίσθωση τραπεζιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -ωνία (< -ώνης < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ιππωνία].