ιππωνία

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

η (Α ἱππωνία, ιων. τ. ἱππωνίη)
η προμήθεια ίππων, η αγορά ίππων, κυρίως για τον στρατό
αρχ.
φόρος για την πώληση ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ωνία (< -ώνης < ὠνοῦμαι), πρβλ. βοωνία, ελαιωνία].