ἀμφίκολλος

From LSJ
Revision as of 13:15, 25 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίκολλος Medium diacritics: ἀμφίκολλος Low diacritics: αμφίκολλος Capitals: ΑΜΦΙΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: amphíkollos Transliteration B: amphikollos Transliteration C: amfikollos Beta Code: a)mfi/kollos

English (LSJ)

ον, glued on both sides:—κλίνη ἀμφίκολλος couch with two ends fixed on, Pl. Com.34.

German (Pape)

[Seite 140] rings geleimt, Plat. com. bei Poll. 10, 34, κλίνη, der es κατακεκολλημένη erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκολλος: -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρας τὰς πλευρὰς κεκολλημένος· ἔπειτα κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10· πρβλ. παράκολλος.

Greek Monolingual

ἀμφίκολλος, -ον (Α)
ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κολλος < κόλλα.