ἀμοργός

From LSJ
Revision as of 15:56, 24 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμοργός Medium diacritics: ἀμοργός Low diacritics: αμοργός Capitals: ΑΜΟΡΓΟΣ
Transliteration A: amorgós Transliteration B: amorgos Transliteration C: amorgos Beta Code: a)morgo/s

English (LSJ)

(A), ὁ, (ἀμέργω)
A one who squeezes or drains, ἀμοργοί, πόλεως ὄλεθροι Cratin.214.
2 ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς lanterns which protect [the light] from winds, F.mp.84.
II proparox. ἄμοργος (v.l. ἄμεργος), = ἀμόργη, Ph.Bel.86.34, al.

(B), ὁ, = ἀμοργίς, Cratin.96, cf. Paus.Gr.Fr.47, Harp.

Spanish (DGE)

-όν
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que filtra o retiene c. gen. ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς linternas provistas de pantalla contra los vientos Emp.B 84.3
fig. de pers. que exprime, explotador ἀμοργοὶ πόλεως ὄλεθρος de los políticos, Cratin.210.
2 subst. ὁ fibra de malva Cratin.96, Harp.
• Etimología: Cf. ἀμέργω.

German (Pape)

[Seite 128] (ἀμέργω), auspressend, πόλεως, vom Demagogen, Cratin. bei Suid., der ὄλεθρος erkl.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοργός: отражающий: ἀνέμων ἀ. Emped. защищающий от ветров.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοργός: ὁ (ἀμέργω) ὁ συνθλίβων ἢ ἀποστραγγίζων ἢ ἐκμυζῶν τι, ἀμοργοί, πόλεως ὄλεθροι Κρατῖνος ἐν «Σεριφίοις» 13, ἔνθα ἴδε Meineke. ΙΙ. παρ’ Ἐμπεδ. 222, ἔχομεν ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς, λαμπτῆρας προφυλάττοντας [τὸ φῶς] ἀπὸ τῶν ἀνέμων· ἴδε Μουλλάχιον ἐν τόπῳ. Πολλὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἀμουργούς. Περὶ τοῦ ἐν «Μαλθακοῖς» 4 Κρατίνου «ἀμοργὸν ἔνδον ...» ἴδε ἐπὶ πᾶσι Meineke.

Greek Monolingual

ἀμοργός, ο (Α) ἀμέργω
1. αυτός που συνθλίβει, αποστραγγίζει, αρμέγει, απομυζά
2. αυτός που προφυλάσσει από κάτι.