διχοτόμος

From LSJ
Revision as of 09:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχοτόμος Medium diacritics: διχοτόμος Low diacritics: διχοτόμος Capitals: ΔΙΧΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: dichotómos Transliteration B: dichotomos Transliteration C: dichotomos Beta Code: dixoto/mos

English (LSJ)

διχοτόμον,
A cutting in two, Ammon.p.44V.: but,
II proparox., διχότομος, ον, cut in half, divided equally, μυκτήρ Arist. HA492b17; διχοτόμος σελήνη = the half-moon, Id.Pr.911b36, Aristarch.Sam. Hyp.3, Gem.9.8, prob. in Plu.2.929f; σελήνης σύμβολον τὸ διχοτόμον Porph. ap.Eus.PE3.11; μέχρι διχοτόμου = till the second quarter, Antyll. ap. Orib.9.3.2; κατ' ἀμφοτέρας τὰς διχοτόμους (sc. φάσεις) at the first and third quarters, Ptol.Alm.5.1.

Spanish (DGE)

-ον
que parte por la mitad δ. ... ὁ εἰς δύο διαιρῶν Ammon.Diff.138.

Greek (Liddell-Scott)

δῐχοτόμος: -ον, εἰς δύο διαιρῶν, Ἀμμών. σ. 43· ἀλλά, ΙΙ. προπαροξ. διχότομος, ον, εἰς δύο διῃρημένος, μυκτὴρ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 11, 8· δ. σελήνη, ἡμισέληνος, ὁ αὐτ. Προβλ. 15. 7, 1.

Greek Monolingual

-ο (AM διχοτόμος, -ον)
1. (για επίπεδο ή γραμμή) αυτός που διαιρεί σε δύο μέρη
2. το θηλ. ως ουσ. η διχοτόμος
η ευθεία η οποία άρχεται από την κορυφή γωνίας και τή διαιρεί σε δύο ίσα μέρη.
-ο (AM διχοτόμος, -ον)
ο διαιρεμένος σε δύο ίσα μέρη
νεοελλ.
(για όργανα του σώματος) εκείνος που διαιρείται σε δύο βραχίονες οι οποίοι σχηματίζουν δίκρανα
αρχ.
φρ. «διχοτόμος σελήνη» — ημισέληνος.

Greek Monotonic

δῐχοτόμος: -ον (τέμνω), κομμένος στη μέση, ισομοιρασμένος, σε Αριστ.

German (Pape)

halbierend, Ammon.