ὁμώροφος

Revision as of 09:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁμώροφον, = ὁμωρόφιος (being under the same roof with, lodging under the same roof with), Phanod. 13 (ὁμορρόφους, ὁμωροφίους codd. Ath.), Aesop. 10 (ὁμόροφος codd.), Babr. 12.15, etc.

German (Pape)

[Seite 344] unter demselben Dache, also in demselben Hause lebend, τινί, mit Einem, Hausgenoß, Philostr. u. A. Vgl. ὁμορόφιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui demeure sous le même toit.
Étymologie: ὁμός, ὀροφή.

Russian (Dvoretsky)

ὁμώροφος: Babr. = ὁμωρόφιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμώροφος: -ον, = τῷ προηγ., Βαβρ. 12. 13, Ἀθήν. 437F (ἔνθα ὁμορ-), κτλ.

Greek Monolingual

ὁμώροφος, -ον (Α)
συγκάτοικος, σύνοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. πολυ-ώροφος. Το -ω- του τ. (αντί -όροφος) οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ὁμώροφος: -ον, = το προηγ., σε Βάβρ.