κοίμισις
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A putting to sleep, IG12(5).329 (Paros, unless written for -ησις).
II softening of the accent, Sch.D.T.p.23 H.:
German (Pape)
[Seite 1467] ἡ, das in Schlaf Bringen; bei B. A. 756 das Verwandeln des Acut in den Gravis.
Greek (Liddell-Scott)
κοίμῐσις: -εως, ἡ, = κοιμισμός, Α. Β. 756.
Greek Monolingual
κοίμισις, ἡ (Α) κοιμίζω
1. η αποκοίμηση, το αποκοίμισμα
2. γραμμ. η μεταβολή του οξέος τόνου σε βαρύ.