Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σκοτεινόν, μέλαν, Hsch. μόρμη· χαλεπή, ἐκπληκτική, Id. μορμίλλων, v. μερμίλλων. μόρμοι· φόβοι κενοί, Id.
μοριφόν (Α)(κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινόν, μέλαν».