κοιόλης
From LSJ
Full diacritics: κοιόλης | Medium diacritics: κοιόλης | Low diacritics: κοιόλης | Capitals: ΚΟΙΟΛΗΣ |
Transliteration A: koiólēs | Transliteration B: koiolēs | Transliteration C: koiolis | Beta Code: koio/lhs |
ὁ, = ἱερεύς, Hsch., Suid. κοῖον· ἐνέχυρον, Hsch. κοῖος (A), η, ον, Ion. for ποῖος, α, ον.
κοιόλης: ὁ, = ἱερεύς, Ἡσύχ., Σουΐδ.
κοιόλης και κοίολις, ὁ (Α)
κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοίης «ιερέας» + -όλης (πρβλ. μαινόλης)].