παραισαβάζω

From LSJ
Revision as of 09:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραισᾰβάζω Medium diacritics: παραισαβάζω Low diacritics: παραισαβάζω Capitals: ΠΑΡΑΙΣΑΒΑΖΩ
Transliteration A: paraisabázō Transliteration B: paraisabazō Transliteration C: paraisavazo Beta Code: paraisaba/zw

English (LSJ)

poet. for Παρασαβάζειν (nisi hoc legend.), to be inspired by Sabazius, i.e. Dionysus, Hsch., Phot.

Greek (Liddell-Scott)

παραισαβάζω: ποιητ. ἀντὶ παρασ-, βακχεύω, «παραισαβάζειν· παραμεμηνέναι. ἀπὸ τοῦ Σάβου» Ἡσύχ. - Κατὰ Φώτιον «παρασαβάζειν: παραμαίνεσθαι· ἀπὸ τοῦ σαβοῦ· τοὺς γὰρ παρὰ τῷ Σαβαζίῳ βακχεύοντας καλοῦσι σαβούς· καὶ τὸ βακχεύειν σαβάζειν»·

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ. αντί παρασαβάζω) καταλαμβάνομαι από βακχικό ενθουσιαμό, μετέχω σε βακχικές γιορτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. του παρά) + σοβάζω «βακχεύω»].