λαμπροειδής
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
λαμπροειδές,
A bright-looking, v.l. for λαμπρός in Gal.UP8.6.
German (Pape)
[Seite 12] ές, glänzend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπροειδής: -ές, ὁ λαμπρὸς φαινόμενος, Ἀθανάσ.
Greek Monolingual
-ές (Α λαμπροειδής, -ές) λαμπρός
αυτός που φαίνεται λαμπρά, καθαρά.