καλοπόδιον
From LSJ
εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
English (LSJ)
τό, = καλάπους, Gal.6.364 (v.l.), Suid.:—hence κᾱλοποδάριαι φόρμαι lasts, Edict.Diocl.9.1.
German (Pape)
[Seite 1313] τό, dim. von καλόπους, VLL., v.l. καλαπόδιον.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱλοπόδιον: τό, Γαλην. 6. σ. 364, ἴδε καλάπους.