ἐεισάμην
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
ἐείσαο, part. ἐεισάμενος, Ep. aor. of εἴδομαι, v. Εἴδω:—but ἐείσατο, ἐεισάσθην, v. εἴσομαι II.
German (Pape)
[Seite 717] ep. = εἰσάμην, zu εἶδον.
Russian (Dvoretsky)
ἐεισάμην:
I эп. aor. med. к *εἴδω.
II эп. aor. med. к εἶμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐεισάμην: ἐείσαο, μετοχ. ἐεισάμενος, Ἐπ. ἀόρ. τοῦ εἴδομαι· ἴδε *εἴδω.
Greek Monotonic
ἐεισάμην: -αο, Επικ. αόρ. του εἴδομαι (βλ. εἴδω Α)· μτχ. ἐεισάμενος.