χαλκίναος

From LSJ
Revision as of 09:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκίνᾱος Medium diacritics: χαλκίναος Low diacritics: χαλκίναος Capitals: ΧΑΛΚΙΝΑΟΣ
Transliteration A: chalkínaos Transliteration B: chalkinaos Transliteration C: chalkinaos Beta Code: xalki/naos

English (LSJ)

χαλκίναον, dwelling in a brazen temple, like χαλκίοικος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1330] in einem ehernen Tempel wohnend, wie χαλκίοικος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκίναος: -ον, ὁ κατοικῶν ἐν χαλκῷ ναῷ, ὁ ἔχων χαλκοῦν ναόν, ὡς τὸ χαλκίοικος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινο ναό, χαλκίοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + ναός (πρβλ. πολύναος, πρόναος). Ο τ. έχει σχηματιστεί κατά το χαλκί-οικος].