κηραμύντης
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
κηραμύντου, ὁ, ἀμύνω) averter of evil, epithet of Heracles, Lyc. 663.
German (Pape)
[Seite 1433] ὁ, Unglücksabwender, Lycophr. 663.
Greek (Liddell-Scott)
κηρᾰμύντης: -ου, ὁ, (ἀμύνω) ὁ ἀποτρέπων τὸ κακόν, Λυκόφρ. 663.
Greek Monolingual
κηραμύντης, ὁ (Α)
(επίθ. του Ηρακλή) αυτός που αποτρέπει το κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρ (I) + αμύντης (< άμννω «υπερασπίζομαι»)].