θᾶσσον
From LSJ
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
English (LSJ)
Att. θᾶττον, v. ταχύς. θάσσουσα· σπεύδουσα, Hsch.
Russian (Dvoretsky)
θᾶσσον: атт. θᾶττον compar. n к ταχύς.
Greek (Liddell-Scott)
θᾶσσον: Ἀττ. θᾶττον, ἴδε ἐν λ. ταχύς.
English (Slater)
θᾱσσον
a swiftly θᾶσσον ἔντυεν (P. 4.181)
b comp. adv., swifter καὶ ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου (O. 9.24)
Greek Monolingual
θάσσον και νεώτ. αττ. τ. θαττον (Α)
(επίρρ. συγκρ. του ταχέως) ταχύτερα (συν. στη φρ. «θᾶττον ἤ βράδιον» — γρήγορα ή αργά, κάποτε, οπωσδήποτε).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταχύς.