ἀναμορφωτής

From LSJ
Revision as of 09:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμορφωτής Medium diacritics: ἀναμορφωτής Low diacritics: αναμορφωτής Capitals: ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ
Transliteration A: anamorphōtḗs Transliteration B: anamorphōtēs Transliteration C: anamorfotis Beta Code: a)namorfwth/s

English (LSJ)

ἀναμορφωτοῦ, ὁ, Hsch. s.v. εἰδοποιός.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ que da nueva forma Hsch.s.u. εἰδοποιός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμορφωτής: ὁ, ὁ ἀναμορφῶν, καθ’ Ἡσύχ. «εἰδοποιός».

Greek Monolingual

ο (Α ἀναμορφωτής) (Ν θηλ. -ώτρια)
αυτός που επιφέρει αναμόρφωση, που αναμορφώνει
αρχ.
κατά τον Ησύχιο «ειδοποιός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναμορφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον γιατρό και φιλόλογο Περ. Βέγια].