ειδοποιός

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

-ό (Α εἰδοποιός, -όν)
1. αυτός που δημιουργεί νέο είδος ή μορφή
2. φρ. «ειδοποιός διαφορά» — το γνώρισμα που χρησιμεύει ως βάση για τη μόρφωση της έννοιας του είδους και το οποίο δεν απαντά σε άλλο είδος του ίδιου γένους
αρχ.
αυτός που χαρακτηρίζει το είδος.