ἀφοσίωμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, act of purification, expiation, Hsch.
Spanish (DGE)
-ματος, τό purificación, expiación Hsch.
German (Pape)
[Seite 414] τό, das Reinigungsopfer, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφοσίωμα: τό, πρᾶξις καθαρισμοῦ, ἁγνισμοῦ, «ἀφοσιώματα· καθάρματα, καθάρσια» Ἡσύχ.