ἀξιόληπτος
From LSJ
English (LSJ)
ἀξιόληπτον, worth acceptance, precious, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον digno de aceptación λατρεία Cyr.Al.M.68.208A, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 270] annehmenswerth. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιόληπτος: -ον, ὁ ἄξιος νὰ ληφθῇ, πολύτιμος, Κύριλλ.
Greek Monolingual
ἀξιόληπτος, -ον (Α)
αυτός που αξίζει να ληφθεί, να τον πάρει κανείς, ο πολύτιμος.