ἱεροφάντωρ
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
-ορος, ὁ,= ἱεροφάντης, Suid. s.v. Ἰονλιανός.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροφάντωρ: -ορος, ὁ, = ἱεροφάντης, Ἰουλιαν. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἰουλιανός, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 1059, κτλ.
Greek Monolingual
ἱεροφάντωρ, ὁ (Α)
(ο Ησύχ. για τον Ιουλιανό) ἱεροφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -φάντωρ (< φάντωρ < φαίνω), πρβλ. θεοφάντωρ, ουρανοφάντωρ].
German (Pape)
ορος, ὁ, = ἱεροφάντης, Sp.