σκιαστής
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
σκιαστοῦ, ὁ, Laconian epithet of Apollo, of dub. sense, Lyc.562.
German (Pape)
[Seite 898] ὁ, ein Tänzer, bei den Lacedämoniern; Schol. Lycophr. 561; Inscr.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ),
1. qui donne de l'ombre, ép. d'Apollon à Lacédémone, LYC. 562;
2. serviteur qui porte un parasol, NAZ. t.2, p. 222b.
Greek (Liddell-Scott)
σκιαστής: -οῦ, ὁ, ἀμφίβ. λέξ. παρὰ Γρηγ. Ναζ., ἥν τινες ἑρμηνεύουσιν ὡς σημαίνουσαν «σκιαδηφόρος»· ἕτεροι δὲ ὡς σημαίνουσαν «κεντητὴς» (πρβλ. σκιωτός)· θηλ. σκιάστρια, Βυζ.· ἴδε Δουκάγγ. ΙΙ. ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος ἀμφιβ. σημασίας, Λυκόφρ. 562.
Greek Monolingual
ὁ, Α σκιάζω (Ι)]
(αμφβλ. σημ.) προσωνυμία του Απόλλωνος στη Λακωνία.