πεζακοντιστής
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
πεζακοντιστοῦ, ὁ, foot-javelin-man, Plb.3.65.10,3.72.2.
German (Pape)
[Seite 542] ὁ, Lanzenwerfer zu Fuß, Pol. 3, 72, 2.
Russian (Dvoretsky)
πεζᾰκοντιστής: οῦ ὁ пеший копьеметатель Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
πεζᾰκοντιστής: -οῦ, ὁ, ὁ πεζὸς ἀκοντιστής, Πολύβ. 3. 65, 10 καὶ 72, 2.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο πεζός ακοντιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + ἀκοντιστής.