σιδήρωμα

From LSJ
Revision as of 09:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδήρωμα Medium diacritics: σιδήρωμα Low diacritics: σιδήρωμα Capitals: ΣΙΔΗΡΩΜΑ
Transliteration A: sidḗrōma Transliteration B: sidērōma Transliteration C: sidiroma Beta Code: sidh/rwma

English (LSJ)

-ατος, τό, in plural, iron fittings, PFlor.325.11 (v A.D.).

German (Pape)

[Seite 880] τό, Eisenarbeit, eisernes Werkzeug, Geräth, Gefäß, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδήρωμα: τό, σιδηρᾶ ἀντικείμενα, Νικήτ. Εὐγεν. 8. 96.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ σιδηρῶ
νεοελλ.
το σιδέρωμα
μσν.-αρχ.
(ιδίως στον πληθ.) τὰ σιδηρώματα
σιδερένια αντικείμενα, σκεύη ή εργαλεία («μηχανὴ ἑξηρτισμένη πάσῃ ξυλικῇ ἐξαρτίᾳ καὶ σιδηρώμασιν», πάπ.).