ἐπισκοπικός

From LSJ
Revision as of 09:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκοπικός Medium diacritics: ἐπισκοπικός Low diacritics: επισκοπικός Capitals: ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: episkopikós Transliteration B: episkopikos Transliteration C: episkopikos Beta Code: e)piskopiko/s

English (LSJ)

ἐπισκοπική, ἐπισκοπικόν, episcopal, Cod.Just.1.4.29.3.

German (Pape)

[Seite 979] bischöflich, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκοπικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἐπίσκοπον, Σωζομ. Ἐκκλ. Ἱ. 5. 16, 8. 21, 22. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 138, 573, κλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπισκοπικός, -ή, -όν) επίσκοπος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίσκοπο ή στην επισκοπή (α. «επισκοπικό αξίωμα» β. «επισκοπικό δικαστήριο»)
2. το ουδ. ως ουσ. το επισκοπικό
ο επισκοπικός θρόνος, το δεσποτικό.