διαγνωστός

From LSJ
Revision as of 09:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγνωστός Medium diacritics: διαγνωστός Low diacritics: διαγνωστός Capitals: ΔΙΑΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: diagnōstós Transliteration B: diagnōstos Transliteration C: diagnostos Beta Code: diagnwsto/s

English (LSJ)

διαγνωστή, διαγνωστόν, to be distinguished, Gal.8.940.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
reconocible, identificable διαφορὰ ... αἰσθήσει δ. Gal.8.683, cf. 940, ἡ συστολή Gal.9.466, σημεῖα Basil.Ep.204.2.

Greek (Liddell-Scott)

διαγνωστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ διακρίνῃ ἢ διαγνώσῃ, Γαλην., Βασίλ. 3. 303.

Greek Monolingual

διαγνωστός, -ή, -όν (Α) διαγιγνώσκω
αυτός που μπορεί κανείς να διακρίνει ή να διαγνώσει.