διύλισμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, filtered or clarified liquor, Gal.12.836.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
líquido filtrado o colado Gal.12.836, Ps.Democr.p.41.
German (Pape)
[Seite 644] τό, das Durchgeseihte, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
διύλισμα: τό, ὑγρὸν ἐκ διυλίσεως προελθόν, καθαρισθέν, «λαγαρισθέν», Γαλην. 13, 468.