ἀφόρυκτος
From LSJ
ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs
English (LSJ)
ἀφόρυκτον, unspotted, unstained, AP9.323 (Antip.).
Spanish (DGE)
-ον
impoluto, sin mácula, δούρατα AP 9.323.1 (Antip.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non souillé.
Étymologie: ἀ, φορύσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀφόρυκτος: ничем не запятнанный (δούρατα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφόρυκτος: -ον, ἀκηλίδωτος, καθαρός, Ἀνθ. Π. 9. 323.
Greek Monotonic
ἀφόρυκτος: -ον (φορύσσω), ακηλίδωτος, μη λεκιασμένος, καθαρός, σε Ανθ.