κερδητικός
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
English (LSJ)
κερδητική, κερδητικόν, greedy of gain, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1423] gewinnsüchtig.
Greek (Liddell-Scott)
κερδητικός: -ή, -όν, ἀπλήστως ἐπιδιώκων τὸ κέρδος, Λατ. lucrosus, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κερδητικός, -ή, -όν (Α) κερδαίνω
αυτός που επιδιώκει το κέρδος με απληστία, φιλοκερδής.