λιθογλύπτης

From LSJ
Revision as of 09:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθογλύπτης Medium diacritics: λιθογλύπτης Low diacritics: λιθογλύπτης Capitals: ΛΙΘΟΓΛΥΠΤΗΣ
Transliteration A: lithoglýptēs Transliteration B: lithoglyptēs Transliteration C: lithoglyptis Beta Code: liqoglu/pths

English (LSJ)

λιθογλύπτου, ὁ, sculptor in stone, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 44] ὁ, Steinschneider, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθογλύπτης: -ου, ὁ, λιθοξόος, Ἰω. Χρυσ. τ. 1, σ. 552, 12.

Greek Monolingual

ο (Α λιθογλύπτης)
λιθογλύφος, λιθοξόος
νεοελλ.
ειδικός τεχνίτης στη λιθογλυπτική.