ἐννομολέσχης
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ἐννομολέσχου, ὁ, prater about laws, Timo 25.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que charlatanea sobre el respeto a las leyes de Sócrates ὁ λαξόος ἐ. Timo SHell.799.
German (Pape)
[Seite 848] ὁ, von Gesetzen schwatzend, Tim. Phlias. bei D. L. 2, 19.
Russian (Dvoretsky)
ἐννομολέσχης: ου ὁ болтающий о законах Timon ap. Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννομολέσχης: ὁ περὶ ἐννόμων, δηλ. νομίμων πραγμάτων πολυλογῶν, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19.
Greek Monolingual
ἐννομολέσχης, ο (Α)
αυτός που φλυαρεί για νόμιμα πράγματα ή για νόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έννομος + λέσχη «φλυαρία»].