ὑπότυφλος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
ὑπότυφλον, purblind, Plu.2.53f, Hierocl.p.29 A.
German (Pape)
[Seite 1237] etwas blind, halbblind, Plut. discr. ad. et am. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à demi aveugle.
Étymologie: ὑπό, τυφλός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπότυφλος: подслеповатый Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπότυφλος: -ον, ὀλίγον τι τυφλός, σχεδὸν τυφλός, μύωψ, Πλούτ. 2. 53Ε.
Greek Monolingual
-ον, Α τυφλός
πολύ μύωπας, μισότυφλος.