καστορνῦσα
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
English (LSJ)
Ep. for καταστορνῦσα, v. καταστόρνυμι.
German (Pape)
[Seite 1333] ep. = καταστορνῦσα, Od. 17, 32.
French (Bailly abrégé)
v. καταστόρνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καστορνῦσα ptc. praes. act. met apocope van καταστορέννυμι.
Russian (Dvoretsky)
καστορνῦσα: эп. (= καταστορνῦσα) part. praes. к καταστορέννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
καστορνῦσα: Ἐπικ. ἀντὶ καταστορνῦσα, ἴδε ἐν. λ. καταστόρνυμι.
English (Autenrieth)
see καταστορέννῦμι.