πάζιον
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
Full diacritics: πάζιον | Medium diacritics: πάζιον | Low diacritics: πάζιον | Capitals: ΠΑΖΙΟΝ |
Transliteration A: pázion | Transliteration B: pazion | Transliteration C: pazion | Beta Code: pa/zion |
τό, a gem, Hsch., Cyr.
πάζιον, τὸ (Α)
είδος πολύτιμου λίθου, το τοπάζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του τοπάζιον που παραδίδεται από τον Ησύχιο (πρβλ. ταβάσιος, βάσιον)].