σκάφαλος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Full diacritics: σκάφαλος | Medium diacritics: σκάφαλος | Low diacritics: σκάφαλος | Capitals: ΣΚΑΦΑΛΟΣ |
Transliteration A: skáphalos | Transliteration B: skaphalos | Transliteration C: skafalos | Beta Code: ska/falos |
[Seite 890] erkl. Hesych. durch ἀντλητήρ.
σκάφαλος: ὁ, (σκᾰφή) καδίσκος πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, «κουβᾶς», «ἀντλητήρ» Ἡσύχ.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀντλητήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω + κατάλ. -αλος, κατά το πάσσ-αλος].